Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
licentious
01
ακόλαστος, άσωτος
showing a disregard for moral rules or standards, especially in sexual behavior
Παραδείγματα
The novel was banned for its licentious content.
Το μυθιστόρημα απαγορεύτηκε για το ακόλαστο περιεχόμενό του.
His licentious lifestyle eventually led to scandal.
Ο ακόλαστος τρόπος ζωής του οδήγησε τελικά σε σκάνδαλο.
Λεξικό Δέντρο
licentiously
licentiousness
licentious



























