Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
licit
01
νόμιμος, νομικά εγκεκριμένος
legally and officially authorized or approved by the law
02
νόμιμος, σύμφωνος με την ηθική
sanctioned by custom or morality especially sexual morality
Λεξικό Δέντρο
illicit
licitly
licitness
licit



























