Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
legally
01
νομικά, σύμφωνα με το νόμο
in a way that is allowed by the law or in accordance with legal rules
Παραδείγματα
She entered the country legally after obtaining the correct visa.
Μπήκε στη χώρα νόμιμα αφού πήρε τη σωστή βίζα.
The business is legally registered and fully compliant with regulations.
Η επιχείρηση είναι νόμιμα εγγεγραμμένη και πλήρως συμμορφωμένη με τους κανονισμούς.
Παραδείγματα
Legally, the contract is binding even if it was n't signed in person.
Νομικά, η σύμβαση είναι δεσμευτική ακόμα κι αν δεν υπογράφηκε προσωπικά.
The issue is legally complex and requires expert interpretation.
Το ζήτημα είναι νομικά πολύπλοκο και απαιτεί ειδική ερμηνεία.
Λεξικό Δέντρο
illegally
legally
legal



























