Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to laud
01
επαινώ, εκθειάζω
to praise or express admiration for someone or something
Παραδείγματα
Teachers should laud students for their achievements to boost their confidence.
Οι δάσκαλοι πρέπει να εξυμνούν τους μαθητές για τις επιτυχίες τους για να ενισχύσουν την αυτοπεποίθησή τους.
Environmentalists laud the company for its sustainable practices.
Οι περιβαλλοντολόγοι εκθειάζουν την εταιρεία για τις βιώσιμες πρακτικές της.
Λεξικό Δέντρο
laudable
laudator
laudatory
laud



























