Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
laudable
01
αινετός
(of an idea, intention, or act) deserving of admiration and praise, regardless of success
Παραδείγματα
His teachers always said he had a laudable passion for learning.
Οι δάσκαλοί του έλεγαν πάντα ότι είχε ένα αξιέπαινο πάθος για τη μάθηση.
Her dedication to community service is truly laudable.
Η αφοσίωσή της στην κοινωνική εργασία είναι πραγματικά αξιέπαινη.
Λεξικό Δέντρο
laudability
laudableness
laudably
laudable
laud



























