latterly
la
ˈlæ
λαι
tter
tər
ταρ
ly
li
λι
British pronunciation
/lˈætəli/

Ορισμός και σημασία του "latterly"στα αγγλικά

01

τελευταία, πρόσφατα

used to refer to something that has occurred recently
example
Παραδείγματα
Latterly, she has taken up yoga to improve her fitness and mental well-being.
Πρόσφατα, άρχισε να κάνει γιόγκα για να βελτιώσει τη φυσική της κατάσταση και την ψυχική της ευεξία.
His work, latterly, has been more focused on environmental issues.
Η δουλειά του, τελευταία, έχει επικεντρωθεί περισσότερο σε περιβαλλοντικά θέματα.

Λεξικό Δέντρο

latterly
latter
late
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store