Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Latrine
01
αποχωρητήριο, κοινή τουαλέτα
a shared toilet, typically in a camp, military, or outdoor setting
Παραδείγματα
The soldiers were instructed to use the latrine located at the edge of the campsite.
Οι στρατιώτες εντολή να χρησιμοποιήσουν τις αποχωρητήρια που βρίσκονται στην άκρη του καταυλισμού.
The camp counselor showed the new arrivals where the latrine was situated.
Ο σύμβουλος του καταυλισμού έδειξε στους νεοαφιχθέντες πού βρισκόταν η αποχωρητήριο.



























