Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lassie
01
κορίτσι, νέα γυναίκα
a casual and affectionate term for a girl or young woman
Παραδείγματα
She 's a bonnie lassie, with hair as golden as the sun.
Είναι μια χαριτωμένη κοπέλα, με μαλλιά χρυσά σαν τον ήλιο.
She 's a lively lassie, always ready for adventure.
Είναι μια ζωηρή κοπέλα, πάντα έτοιμη για περιπέτεια.



























