Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
jovial
01
ευδιάθετος, χαρούμενος
having a cheerful and friendly demeanor
Παραδείγματα
His jovial nature and infectious laughter made him the life of every party.
Η χαρούμενη φύση του και το μεταδοτικό γέλιο του τον έκαναν την ψυχή κάθε πάρτι.
The restaurant 's jovial staff contributed to a delightful dining experience for the patrons.
Το χαρούμενο προσωπικό του εστιατορίου συνέβαλε σε μια απολαυστική εμπειρία δείπνου για τους πελάτες.
Λεξικό Δέντρο
joviality
jovially
jovial
jove



























