Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Joy
Παραδείγματα
The sight of her newborn baby filled her heart with overwhelming joy.
Η θέα του νεογέννητου μωρού της γέμισε την καρδιά της με συντριπτική χαρά.
Walking barefoot on the beach at sunset filled him with a sense of peace and joy.
Το περπάτημα ξυπόλητο στην παραλία κατά τη δύση του ηλίου τον γέμισε με μια αίσθηση ειρήνης και χαράς.
02
χαρά, ευτυχία
something or someone that provides a source of happiness
03
χαρά, ικανοποίηση
the success or satisfaction gained through doing something
Λεξικό Δέντρο
joyful
joyless
joyous
joy



























