Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
jaggedly
01
ανώμαλα, με οδοντωτό τρόπο
in a manner that is uneven or rough in appearance
Παραδείγματα
The coastline was shaped jaggedly by the forces of erosion and weathering.
Η ακτογραμμή διαμορφώθηκε ανώμαλα από τις δυνάμεις της διάβρωσης και της καιρικής φθοράς.
The torn paper edges were jaggedly irregular, adding texture to the collage.
Οι σχισμένες άκρες του χαρτιού ήταν ανομοιόμορφα οδοντωτές, προσθέτοντας υφή στο κολάζ.
Οικογένεια λέξεων
jag
Verb
jagged
Adjective
jaggedly
Adverb



























