Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
jaded
01
εξαντλημένος, κουρασμένος
worn out or tired, especially after excessive work or activity
Παραδείγματα
After working long hours for weeks, she felt jaded and needed a break.
Μετά από εβδομάδες εργασίας για πολλές ώρες, αισθάνθηκε εξαντλημένη και χρειαζόταν ένα διάλειμμα.
The constant pressure of his job left him feeling emotionally jaded.
Η συνεχής πίεση της δουλειάς του τον άφησε να αισθάνεται συναισθηματικά κουρασμένος.
02
βαρεμένος, κουρασμένος
dulled by surfeit
Λεξικό Δέντρο
jaded
jade



























