jaded
ja
ˈʤeɪ
τζει
ded
dəd
νταντ
British pronunciation
/d‍ʒˈe‍ɪdɪd/

Ορισμός και σημασία του "jaded"στα αγγλικά

01

εξαντλημένος, κουρασμένος

worn out or tired, especially after excessive work or activity
jaded definition and meaning
example
Παραδείγματα
After working long hours for weeks, she felt jaded and needed a break.
Μετά από εβδομάδες εργασίας για πολλές ώρες, αισθάνθηκε εξαντλημένη και χρειαζόταν ένα διάλειμμα.
The constant pressure of his job left him feeling emotionally jaded.
Η συνεχής πίεση της δουλειάς του τον άφησε να αισθάνεται συναισθηματικά κουρασμένος.
02

βαρεμένος, κουρασμένος

dulled by surfeit
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store