Jaded
volume
British pronunciation/d‍ʒˈe‍ɪdɪd/
American pronunciation/ˈdʒeɪdəd/, /ˈdʒeɪdɪd/

Ορισμός και Σημασία του "jaded"

01

worn out or tired, especially after excessive work or activity

jaded definition and meaning
02

dulled by surfeit

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store