Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
irrevocably
01
ανεπίστρεπτα
in a way that cannot be changed or undone
Παραδείγματα
Signing the contract meant they were irrevocably committed to the terms and conditions.
Η υπογραφή της σύμβασης σήμαινε ότι ήταν ανεπίστρεπτα δεσμευμένοι από τους όρους και τις προϋποθέσεις.
The accident irrevocably altered the course of their lives.
Το ατύχημα ανεπιστρεπτί άλλαξε την πορεία της ζωής τους.
Λεξικό Δέντρο
irrevocably
irrevocable
revocable



























