Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
irreversibly
01
μη αναστρέψιμα, με μη αναστρέψιμο τρόπο
in a way that cannot be changed back or undone
Παραδείγματα
The environmental damage was so severe that it irreversibly impacted the ecosystem.
Η περιβαλλοντική ζημία ήταν τόσο σοβαρή που επηρέασε μη αναστρέψιμα το οικοσύστημα.
Once the decision was made, it affected the company 's direction irreversibly.
Μόλις πάρθηκε η απόφαση, επηρέασε ανεπαναστρεπτί την κατεύθυνση της εταιρείας.
Λεξικό Δέντρο
irreversibly
reversibly
reversible
revers



























