Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
irrationally
01
παράλογα, με ανορθόδοξο τρόπο
in a way that lacks reason, logic, or clear thinking
Παραδείγματα
He reacted irrationally to the news, shouting and pacing the room.
Αντέδρασε παράλογα στην είδηση, φωνάζοντας και περπατώντας στο δωμάτιο.
She was irrationally afraid of elevators despite never having had a bad experience.
Φοβόταν παράλογα τα ασανσέρ παρόλο που δεν είχε ποτέ κακή εμπειρία.
Λεξικό Δέντρο
irrationally
rationally
rational



























