Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inwardly
01
εσωτερικά, μέσα του
used to refer to thoughts or feelings kept private within the mind
Παραδείγματα
She smiled politely, though inwardly she was frustrated by the delay.
Χαμογέλασε ευγενικά, αν και εσωτερικά ήταν απογοητευμένη από την καθυστέρηση.
He congratulated his rival, inwardly feeling a pang of disappointment.
Συγχάρηκε τον αντίπαλό του, εσωτερικά νιώθοντας μια δόση απογοήτευσης.
Λεξικό Δέντρο
inwardly
inward



























