Intrepidly
volume
British pronunciation/ɪntɹˈɛpɪdli/
American pronunciation/ɪnˈtɹɛpədɫi/

Ορισμός και Σημασία του "intrepidly"

01

without fear

word family

trepid

trepid

Adjective

trepidly

Adverb

intrepidly

Adverb
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store