Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Intransigence
01
αδιαλλαξία, αμετακινησία
unwillingness to agree about something or change one's views
Παραδείγματα
His intransigence during the negotiations made it impossible to reach a deal.
Η αδιαλλαξία του κατά τις διαπραγματεύσεις έκανε αδύνατη την επίτευξη συμφωνίας.
The company 's intransigence on price led to the collapse of the contract talks.
Η αδιαλλαξία της εταιρείας για την τιμή οδήγησε στην κατάρρευση των συνομιλιών για τη σύμβαση.
Λεξικό Δέντρο
intransigency
intransigence
intransig



























