Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
intractable
01
ανυπότακτος, δύσκολος στη διαχείριση
difficult to manage, control, or resolve
Παραδείγματα
The intractable student refused to follow instructions or participate in class activities.
Ο δύσκολος μαθητής αρνήθηκε να ακολουθήσει τις οδηγίες ή να συμμετάσχει στις δραστηριότητες της τάξης.
The intractable problem of poverty requires comprehensive solutions from multiple stakeholders.
Το δύσκολο πρόβλημα της φτώχειας απαιτεί ολοκληρωμένες λύσεις από πολλαπλά ενδιαφερόμενα μέρη.
02
άλυτος, επίμονος
difficult to cure or solve
Παραδείγματα
The disease was labeled as intractable due to its resistance to conventional therapies.
Η ασθένεια χαρακτηρίστηκε ως ανίατη λόγω της αντοχής της στις συμβατικές θεραπείες.
The patient ’s condition was deemed intractable, with no current treatment showing significant improvement.
Η κατάσταση του ασθενούς κρίθηκε ανίατη, χωρίς καμία τρέχουσα θεραπεία να δείχνει σημαντική βελτίωση.
Λεξικό Δέντρο
intractably
intractable
tractable
tract



























