Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
intestate
01
άδιαθετος, χωρίς διαθήκη
dying without having left a will behind
Παραδείγματα
To avoid dying intestate, many people choose to draft a will early in life.
Για να αποφύγουν να πεθάνουν χωρίς διαθήκη, πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να συντάξουν διαθήκη νωρίς στη ζωή.
She worried about her family ’s future if she passed away intestate.
Ανησυχούσε για το μέλλον της οικογένειάς της αν πέθαινε χωρίς διαθήκη.
Λεξικό Δέντρο
intestate
testate



























