Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Interviewee
01
συνεντευξιαζόμενος, υποψήφιος
someone who answers the questions during an interview
Παραδείγματα
The interviewee arrived early for the job interview.
Ο συνεντευξιαζόμενος έφτασε νωρίς για τη συνέντευξη εργασίας.
She prepared thoroughly to impress the interviewers as an interviewee.
Προετοιμάστηκε διεξοδικά για να εντυπωσιάσει τους συνεντευκτές ως συνεντευξιαζόμενος.



























