Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
intended
01
προσχεδιασμένος, επιθυμητός
planned, desired, or aimed for as a specific goal or objective
Παραδείγματα
The intended outcome of the project was to increase efficiency and reduce costs for the company.
Το επιθυμητό αποτέλεσμα του έργου ήταν η αύξηση της αποτελεσματικότητας και η μείωση του κόστους για την εταιρεία.
The speech 's intended audience was policymakers and stakeholders in the education sector.
Το προσδιορισμένο ακροατήριο της ομιλίας ήταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι ενδιαφερόμενοι στον τομέα της εκπαίδευσης.
02
μελλοντικός, αρραβωνιασμένος
future; betrothed
Λεξικό Δέντρο
unintended
intended
intend



























