Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inseparable
01
αδιαχώριστος, αχώριστος
not able to be separated or detached
Παραδείγματα
For that community, culture and identity were inseparable dimensions of their existence.
Για αυτήν την κοινότητα, η κουλτούρα και η ταυτότητα ήταν αχώριστες διαστάσεις της ύπαρξής τους.
The conjoined twins were born with inseparable bodies that shared critical organs.
Οι συμφυείς δίδυμοι γεννήθηκαν με αχώριστα σώματα που μοιράζονταν κρίσιμα όργανα.
Λεξικό Δέντρο
inseparable
separable
separ



























