Inshore
volume
British pronunciation/ˈɪnʃɔː/
American pronunciation/ˈɪnˈʃɔɹ/

Ορισμός και Σημασία του "inshore"

01

(of winds) coming from the sea toward the land

02

close to a shore

01

toward the shore

word family

inshore

inshore

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store