Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inhibitory
01
ανασταλτικός, κατασταλτικός
having the ability to restrain, limit, or suppress activity or function
Παραδείγματα
GABA ( gamma-aminobutyric acid ) is an inhibitory neurotransmitter that helps regulate neural activity in the brain.
Το GABA (γαμμα-αμινοβουτυρικό οξύ) είναι ένας ανασταλτικός νευροδιαβιβαστής που βοηθά στη ρύθμιση της νευρικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο.
The medication acts as an inhibitory agent, slowing down the growth of cancer cells.
Το φάρμακο λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων.
Λεξικό Δέντρο
inhibitory
inhibit



























