inhibitory
in
ˌɪn
ιν
hi
ˈhɪ
χι
bi
μπα
to
το
ry
ri
ρι
British pronunciation
/ɪnhˈɪbɪtəɹˌi/

Ορισμός και σημασία του "inhibitory"στα αγγλικά

inhibitory
01

ανασταλτικός, κατασταλτικός

having the ability to restrain, limit, or suppress activity or function
example
Παραδείγματα
GABA ( gamma-aminobutyric acid ) is an inhibitory neurotransmitter that helps regulate neural activity in the brain.
Το GABA (γαμμα-αμινοβουτυρικό οξύ) είναι ένας ανασταλτικός νευροδιαβιβαστής που βοηθά στη ρύθμιση της νευρικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο.
The medication acts as an inhibitory agent, slowing down the growth of cancer cells.
Το φάρμακο λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store