Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Infinitude
01
απειρία, απεραντοσύνη
the quality of being infinite; without bound or limit
02
απειρία, αμέτρητη ποσότητα
an immeasurably large quantity
Παραδείγματα
The night sky gives a sense of the infinitude of the universe.
Ο νυχτερινός ουρανός δίνει μια αίσθηση της απειρίας του σύμπαντος.
Philosophers often ponder the infinitude of human knowledge and understanding.
Οι φιλόσοφοι συχνά αναλογίζονται την απειρία της ανθρώπινης γνώσης και κατανόησης.
Λεξικό Δέντρο
infinitude
infinite
finite



























