Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inconceivably
01
ασύλληπτα, με ασύλληπτο τρόπο
in a way that is impossible or extremely difficult to imagine, believe, or understand
Παραδείγματα
The task was inconceivably complex for someone without specialized training.
Η εργασία ήταν ασύλληπτα πολύπλοκη για κάποιον χωρίς εξειδικευμένη εκπαίδευση.
She was inconceivably calm even after hearing the devastating news.
Ήταν απίστευτα ήρεμη ακόμα και αφού άκουσε τα καταστροφικά νέα.
Λεξικό Δέντρο
inconceivably
conceivably
conceivable
conceive



























