Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
incomplete
Παραδείγματα
His application was incomplete, so it got rejected.
Η αίτησή του ήταν ατελής, γι' αυτό και απορρίφθηκε.
The book is incomplete without the final chapter.
Το βιβλίο είναι ανολοκλήρωτο χωρίς το τελευταίο κεφάλαιο.
02
ατελής, ημιτελής
requiring further work or attention to reach a finished state
Παραδείγματα
The construction project was left incomplete when the contractor went bankrupt.
Το έργο κατασκευής άφησε ανολοκλήρωτο όταν ο ανάδοχος χρεοκόπησε.
Plans to expand the facility were put on hold, stalling the project in an incomplete state.
Τα σχέδια για την επέκταση της εγκατάστασης τεθηκαν σε αναμονή, αφήνοντας το έργο σε μια ημιτελή κατάσταση.
03
ατελής, μερικός
a diagnostic procedure to detect breast tumors by the use of X rays
Λεξικό Δέντρο
incomplete
complete



























