LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In-situ
/ɪnsˈɪtuː/
/ɪnsˈɪɾuː/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "in-situ"
in-situ
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
being in the original position; not having been moved
word family
in-situ
in-situ
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in-person
in-migration
in-line skate
in-law
in-joke
in-tray
in-yer-face theater
ina bauer
inability
inaccessibility
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App