Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Inability
01
αδυναμία, ανικανότητα
lack of ability (especially mental ability) to do something
02
ανικανότητα, αδυναμία
lacking the power to perform
Λεξικό Δέντρο
inability
ability
able
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αδυναμία, ανικανότητα
ανικανότητα, αδυναμία
Λεξικό Δέντρο