Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to inactivate
01
απενεργοποιώ, καθιστώ ανενεργό
make inactive
02
αποστρατεύω, αφαιρώ από την ενεργό στρατιωτική θητεία
release from military service or remove from the active list of military service
Λεξικό Δέντρο
inactivate
activate
active
act



























