imprudent
im
ˌɪm
ιμ
pru
ˈpru
πρου
dent
dənt
νταντ
British pronunciation
/ɪmpɹˈuːdənt/

Ορισμός και σημασία του "imprudent"στα αγγλικά

01

ασύνετος, απερίσκεπτος

unwise and not considerate about consequences of an action
example
Παραδείγματα
Borrowing more money without a repayment plan would be highly imprudent.
Το να δανειστείτε περισσότερα χρήματα χωρίς σχέδιο αποπληρωμής θα ήταν εξαιρετικά απερίσκεπτο.
It was imprudent to ignore the doctor ’s advice about his health condition.
Ήταν απερίσκεπτο να αγνοήσει τη συμβουλή του γιατρού σχετικά με την κατάσταση της υγείας του.
02

απερίσκεπτος, ασύνετος

lacking wise self-restraint
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store