Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
imprudent
01
ασύνετος, απερίσκεπτος
unwise and not considerate about consequences of an action
Παραδείγματα
Borrowing more money without a repayment plan would be highly imprudent.
Το να δανειστείτε περισσότερα χρήματα χωρίς σχέδιο αποπληρωμής θα ήταν εξαιρετικά απερίσκεπτο.
It was imprudent to ignore the doctor ’s advice about his health condition.
Ήταν απερίσκεπτο να αγνοήσει τη συμβουλή του γιατρού σχετικά με την κατάσταση της υγείας του.
02
απερίσκεπτος, ασύνετος
lacking wise self-restraint
Λεξικό Δέντρο
imprudent
prudent
prud



























