Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thoughtless
Παραδείγματα
His thoughtless comment hurt her feelings.
Το απερίσκεπτο σχόλιό του πλήγωσε τα συναισθήματά της.
The thoughtless driving led to an accident.
Η απερίσκεπτη οδήγηση οδήγησε σε ατύχημα.
02
απερίσκεπτος, αδιάφορος
without care or thought for others
Λεξικό Δέντρο
thoughtlessly
thoughtlessness
thoughtless
thought



























