Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thoughtlessly
01
ασυνείδητα, μηχανικά
acting automatically or without deep thinking
Παραδείγματα
She thoughtlessly hummed a tune while washing dishes, lost in habit.
Εκείνη απερίσκεπτα σμύριζε μια μελωδία ενώ έπλενε πιάτα, χαμένη στη συνήθεια.
He signed the form thoughtlessly, not realizing its importance.
Υπέγραψε τη φόρμα απερίσκεπτα, χωρίς να συνειδητοποιήσει τη σημασία της.
02
απερίσκεπτα, χωρίς σκέψη
in an uncaring and inconsiderate manner
Παραδείγματα
He thoughtlessly interrupted her presentation to crack a joke.
Αυτός απερίσκεπτα διέκοψε την παρουσίασή της για να πει ένα αστείο.
She thoughtlessly left the door open, letting the cold air in.
Απερίσκεπτα, άφησε την πόρτα ανοιχτή, αφήνοντας τον κρύο αέρα να μπει.
Λεξικό Δέντρο
thoughtlessly
thoughtless
thought



























