Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impressible
01
ευεπηρέαστος, ευαίσθητος
capable of being influenced or affected, particularly in terms of thoughts, feelings, or perceptions
Παραδείγματα
The impressible artist was deeply moved by the beauty of the landscape, which inspired her latest work.
Ο ευαίσθητος καλλιτέχνης συγκινήθηκε βαθιά από την ομορφιά του τοπίου, που ενέπνευσε το τελευταίο του έργο.
As an impressible youth, he often took on the beliefs and habits of those around him.
Ως ευεπηρέαστος νέος, συχνά υιοθετούσε τις πεποιθήσεις και τις συνήθειες των γύρω του.
Λεξικό Δέντρο
impressible
impress



























