Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
implicative
01
υπαινικτικός, εννοιολογικός
suggesting a particular meaning or consequence, often indirectly
Παραδείγματα
His impassive expression was implicative of his disapproval, even though he said nothing.
Η ατάραχη έκφρασή του ήταν implicative της αποδοκιμασίας του, ακόμα κι αν δεν είπε τίποτα.
The implicative nature of her comments hinted that she might be leaving the company soon.
Η υπονοούμενη φύση των σχολίων της υπέδειξε ότι ίσως να εγκαταλείψει σύντομα την εταιρεία.
Λεξικό Δέντρο
implicative
implicate



























