Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
imitative
01
μιμητικός, απομίμησης
marked by or given to imitation
02
μιμητικός, ονοματοποιητικός
(of words) formed in imitation of a natural sound
03
μιμητικός, αντιγραφικός
having characteristics of imitation or copying something else, often lacking originality
Παραδείγματα
His imitative style was criticized for lacking creativity.
Το μιμητικό στυλ του επικρίθηκε για την έλλειψη δημιουργικότητας.
The artist 's work was considered imitative of classical painters.
Το έργο του καλλιτέχνη θεωρήθηκε μιμητικό των κλασικών ζωγράφων.
Λεξικό Δέντρο
nonimitative
imitative
imitate
imit



























