Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
immature
01
ανώριμος, αναπτυξιακά καθυστερημένος
not fully developed mentally or emotionally, often resulting in behaviors or reactions that are childish
Παραδείγματα
His immature behavior often led to conflicts with his peers.
Η ανώριμη συμπεριφορά του συχνά οδηγούσε σε συγκρούσεις με τους συνομηλίκους του.
The company decided not to promote him due to his immature attitude towards responsibility.
Η εταιρεία αποφάσισε να μην τον προάγει λόγω της ανώριμης στάσης του απέναντι στην ευθύνη.
02
ανώριμος, δεν έχει ωριμάσει ακόμα
not yet mature
03
ανώριμος, νέος
(used of living things especially persons) in an early period of life or development or growth
04
ανώριμος, αφτέρωτος
(of birds) not yet having developed feathers
Παραδείγματα
The immature apples were sour and hard, not yet ready for picking.
Τα άγουρα μήλα ήταν ξινά και σκληρά, όχι ακόμη έτοιμα για συλλογή.
She noticed the immature grapes on the vine, still small and green.
Παρατήρησε τα άγουρα σταφύλια στο κλήμα, ακόμα μικρά και πράσινα.
Λεξικό Δέντρο
immature
mature



























