Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ill-starred
01
δυστυχής, κακοτυχής
destined to fail, have bad luck, or bring unhappiness
Παραδείγματα
Their ill-starred journey was plagued by constant mechanical failures and bad weather.
Το άτυχο ταξίδι τους ταλαιπωρήθηκε από συνεχείς μηχανικές βλάβες και κακό καιρό.
The ill-starred romance ended tragically, as they were never able to overcome their differences.
Η άτυχη ρομαντική σχέση τελείωσε τραγικά, καθώς δεν κατάφεραν ποτέ να ξεπεράσουν τις διαφορές τους.



























