Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ill-omened
01
δυσοίωνος, αποτρόπαιος
showing signs of bad luck or failure, therefore, not likely to succeed
Παραδείγματα
The dark clouds and eerie silence created an ill-omened atmosphere before the storm hit.
Τα σκοτεινά σύννεφα και η ανατριχιαστική σιωπή δημιούργησαν μια δυσοίωνη ατμόσφαιρα πριν χτυπήσει η καταιγίδα.
His ill-omened decision to ignore the warnings led to a disaster at the launch event.
Η δυσοίωνη απόφασή του να αγνοήσει τις προειδοποιήσεις οδήγησε σε καταστροφή στην εκδήλωση έναρξης.



























