Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ignitable
01
εύφλεκτος, καύσιμος
capable of being easily set on fire
Παραδείγματα
The paper was highly ignitable, catching fire from a small flame.
Το χαρτί ήταν πολύ εύφλεκτο, παίρνοντας φωτιά από μια μικρή φλόγα.
The lab conducted tests to identify materials that were ignitable under various conditions.
Το εργαστήριο πραγματοποίησε δοκιμές για τον εντοπισμό υλικών που ήταν εύφλεκτα υπό διάφορες συνθήκες.
Λεξικό Δέντρο
ignitable
ignite



























