Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
burnable
01
καύσιμος, εύφλεκτος
capable of being set on fire and consumed by flames
Παραδείγματα
The cardboard is burnable, so make sure to dispose of it in the recycling bin.
Το χαρτόνι είναι εύφλεκτο, οπότε βεβαιωθείτε ότι το πετάτε στον κάδο ανακύκλωσης.
The forest is full of burnable materials, increasing the risk of wildfire.
Το δάσος είναι γεμάτο εύφλεκτα υλικά, αυξάνοντας τον κίνδυνο πυρκαγιάς.
Λεξικό Δέντρο
burnability
burnable
burn



























