Combustible
volume
British pronunciation/kəmbˈʌstəbə‍l/
American pronunciation/kəmbˈʌstəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "combustible"

01

a substance that can be burned to provide heat or power

combustible
01

able to ignite and burn with ease

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store