Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ideology
01
ιδεολογία, δόγμα
a set of beliefs or principles that guide a community or nation
Παραδείγματα
The nation 's founding ideology emphasized freedom and equality for all.
Η ιδρυτική ιδεολογία του έθνους τόνιζε την ελευθερία και την ισότητα για όλους.
The nation 's founding ideology emphasized freedom and equality for all.
Η ιδρυτική ιδεολογία του έθνους τόνιζε την ελευθερία και την ισότητα για όλους.
02
ιδεολογία, δόγμα
an idea based more on imagination than reality
Παραδείγματα
The ideology of creating a completely sustainable city within a decade was ambitious.
Η ιδεολογία της δημιουργίας μιας εντελώς βιώσιμης πόλης μέσα σε μια δεκαετία ήταν φιλόδοξη.
Many dismissed the idea as mere ideology, with no practical applications.
Πολλοί απέρριψαν την ιδέα ως απλή ιδεολογία, χωρίς πρακτικές εφαρμογές.
Λεξικό Δέντρο
ideologic
ideological
ideologist
ideology
idea



























