Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Idiolect
01
ιδιόλεκτος, ατομικό πρότυπο ομιλίας
(linguistics) the speech pattern that an individual uses at a particular period of life
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ιδιόλεκτος, ατομικό πρότυπο ομιλίας