Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ideologically
01
ιδεολογικά, από ιδεολογική άποψη
with regard to ideologies, beliefs, or systems of ideas and values
Παραδείγματα
The political party is committed ideologically to social justice and equality.
Το πολιτικό κόμμα είναι δεσμευμένο ιδεολογικά για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότητα.
Members of the group are united ideologically by a common set of principles.
Τα μέλη της ομάδας ενώνονται ιδεολογικά από ένα κοινό σύνολο αρχών.
Λεξικό Δέντρο
ideologically
ideological
ideology
idea



























