Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hurriedly
01
βιαστικά, με βιασύνη
in a rushed or quick manner
Παραδείγματα
She gathered her belongings and left the room hurriedly.
Μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο.
The child ran hurriedly to catch up with the group.
Το παιδί έτρεξε βιαστικά για να προλάβει την ομάδα.
Λεξικό Δέντρο
unhurriedly
hurriedly
hurried
hurry



























