Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hurried
01
βιαστικός, σπεύδων
done or moving at a fast pace with a sense of urgency or haste
Λεξικό Δέντρο
hurriedly
hurriedness
unhurried
hurried
hurry
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
βιαστικός, σπεύδων
Λεξικό Δέντρο