Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
humbly
Παραδείγματα
He humbly accepted the award on behalf of his colleagues.
Αυτός ταπεινά δέχτηκε το βραβείο εκ μέρους των συναδέλφων του.
She humbly admitted her mistakes during the meeting.
Εκείνη ταπεινά παραδέχτηκε τα λάθη της κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
1.1
ταπεινά
in a respectfully polite or courteous way, often when making a request or expressing submission
Παραδείγματα
He humbly asked for a moment of the committee's time.
Ζήτησε ταπεινά μια στιγμή του χρόνου της επιτροπής.
She humbly requested assistance from the council.
Αυτή ταπεινά ζήτησε βοήθεια από το συμβούλιο.
Παραδείγματα
They live humbly, content with only the essentials.
Ζουν ταπεινά, ικανοποιημένοι μόνο με τα απαραίτητα.
The artist humbly accepted modest means to pursue his passion.
Ο καλλιτέχνης ταπεινά δέχτηκε μέτρια μέσα για να ακολουθήσει το πάθος του.



























